Μεγάλη Έκρηξη τι είναι, μια ακόμα θεωρία;
Λες να υπήρξε σύμπαν δίχως αστυνομία;
Πλανήτης δίχως βία, αστέρι δίχως δυστυχία;
Από τη μήτρα πέσαμε γυμνοί στη μαύρη τρύπα
που λέγεται Ελλάς˙ μας έμαθε καλά τα κόλπα:
Να ’κονομάς απ’ ό,τι αγαπάς, μετά να το πετάς,
τους ισχυρούς να γλείφεις, μπρος τους να σιωπάς,
τους πιο μικρούς να ξεζουμάς, να τους πατάς,
να μην αντιμιλάς στον μπάτσο, στον παπά.
Α πα πα, εμείς δεν κάνουμε τέτοια πράγματα,
ρήτορες ρυπαροί, ρίμες ρίχνουμε κατά ρυπάς,
η πόλη μοιάζει ρινγκ: ορμάς, χτυπάς, μετά μιλάς˙
μπράβοι την είδανε Τζον Γουίκ, σφαίρες πέφτουνε βροχή,
οι δρόμοι γλιστεροί, ομπρέλα ψάχνουμε σαν τη Ριρή.
Στο εθνικό αφήγημα θα ’μαστε πάντα μπελάς,
απ’ την Ελλάδα πιο πολύ μισούμε την ΕΛ.ΑΣ.
Βάνδαλοι γεννηθήκαμε, το λες κάπως και κάρμα,
η πρώτη λέξη που ’παμε ήταν από γάμα.
Ρήτορες γεννηθήκαμε, το λες κάπως και θαύμα,
η πρώτη λέξη που ’παμε ήταν από γάμα.
Τα παιδιά απ’ τη γειτονιά έχουν ψυχολογικά,
πέσαν πάλι στον κουβά και ζητάνε δανεικά,
γιατί πόνταραν στο ματς μέχρι και το φιούελ πας,
κι ας τους είπε η γιαγιά να κρατήσουν λίγο κας,
να ’χουνε να ζεσταθούν, όταν πιάσει ο χιονιάς.
Τώρα ψάχνουν ένα μπιτ για να πούνε τα δικά τους,
μήπως βάλουν σε σειρά με τις λέξεις τα μυαλά τους,
μα οι μπάτσοι βάλαν χτες στη φυλάκα τον ντιτζέι τους.
Τα παιδιά απ’ τη γειτονιά είναι φάρα αντιφά,
ναι, τα τάξανε μικρά στων βανδάλων τη γενιά˙
άλλες ράτσες, ίδιες φάτσες, ίδια έχουνε μυαλά,
τα δικά τους τα γραπτά είναι πάνω στα μπετά.
Απ’ τα ρολά κυλά μπογιά, χολή στάζει το στόμα,
στο παντελόνι μπάλωμα, κάτω απ’ τα νύχια χρώμα˙
τ’ όνομα δυσανάγνωστο, το στιλ ωστόσο άρρωστο,
το άτιτιουντ ανάρμοστο, η πειθαρχία κάτι άγνωστο.
Βάνδαλοι γεννηθήκαμε, το λες κάπως και κάρμα,
η πρώτη λέξη που ’παμε ήταν από γάμα.
Ρήτορες γεννηθήκαμε, το λες κάπως και θαύμα,
η πρώτη λέξη που ’παμε ήταν από γάμα.